-
1 δυσις
1) заход, закат(ἄστρων δύσεις Aesch., Arst.; δ. τε καὴ ἀνατολέ ἡλίου Plat.)
2) (тж. τὸ πρὸς δύσει μέρος Polyb.) западπρὸς (ἡλίου) δύσιν Thuc., Arst. и πρὸς τὰς δύσεις Polyb. — на запад, к западу;
πρὸς δύσει и πρὸς ταῖς δύσεσι Polyb. — с запада -
2 δύσις
δύσις, ἡ, 1) das Untergehen, Untertauchen, bes. Sonnen- u. Sternenuntergang; ἄστρων, πλειάδων, Aesch. Prom. 458 Ag. 826; Κυνός Soph. frg. 3791 καὶ ἀνατολὴ ἡλίου Plat. Polit. 269 a, u. öfter; auch sp. D., wie Ap. Rh. 1, 85. – 2) die Himmelsgegend, πρὸς ἡλίου δύσιν, gegen Westen, Thuc. 2, 96; τὸ πρὸς δύσει μέρος Pol. 1, 42; bes. im plur., 5, 104 u. öfter. – 3) Zufluchtsort, Schlupfwinkel; στρόμβων δύσεις Opp. Hal. 1, 330.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek